κατσούφιασμα

κατσούφιασμα
το [κατσουφιάζω]
η κατήφεια, η σκυθρωπότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μούτρωμα — το [μουτρώνω] κατσούφιασμα, σκυθρώπασμα, που προέρχεται από έκδηλη δυσαρέσκεια …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλιασμα — το, Ν [σκουντουφλιάζω] κατσούφιασμα, συνοφρύωση, σκυθρωπασμός …   Dictionary of Greek

  • σκυθρωπασμός — ὁ, Α [σκυθρωπάζω] η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού σκυθρωπάζω, κατήφεια, κατσούφιασμα («καὶ μειδίαμα καὶ σκυθρωπασμὸς αὐτῶν... ἔχει τινὰ καρπὸν ὠφέλιμον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κατήφεια — η σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”